γαία

γαία
Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες. Μορφή περισσότερο μυθική παρά θεία, δεν ανήκε στους θεούς του Ολύμπου. Υπάρχουν όμως στοιχεία που δείχνουν ότι υπήρχε κάποια σποραδική λατρεία της Γ., προπάντων μαντικού χαρακτήρα. Παράσταση σε αρχαίο πήλινο ανάγλυφο, όπου απεικονίζεται η Γαία να βγαίνει από τη γη και να παραδίδει στην Αθηνά τον μικρό Εριχθόνιο. Ψηφιδωτό της Γαίας, ρωμαϊκής εποχής, που βρέθηκε στο Χαλέπι.
* * *
η (AM γαῑα, Α και ιων. τ. γαίη και δωρ. τ. γαία)
1. χώμα
2. φρ. α) «γαῑαν ἔχοις ἐλαφράν» — ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει (ευχή, για νεκρό πριν από την ταφή του)
6) «γαῑα πυρί μειχθήτω» — ας γίνει ό,τι θέλει, αδιαφορώ τελείως, ενδιαφέρομαι μόνο για τον εαυτό μου
νεοελλ.
πληθ.
1. εκτάσεις καλλιεργημένες ή καλλιεργήσιμες
2. ονομασία ορισμένων μεταλλικών οξειδίων
(αρχ. -μσν.) η ξηρά, η στεριά
αρχ.
1. η Γη, η γήινη σφαίρα
2. η θεά που γέννησε θεούς και ανθρώπους («παμμήτωρ Γαῑα»)
3. χώρα, τόπος
4. φρ. α) «φίλην ἐς πατρίδα γαῑαν» — στην αγαπημένη του πατρίδα
β) «χυτὴ γαῑα» — το χώμα που σώρευαν πάνω από την τάφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αἷα. Η λ. γαῖα είναι ποιητ. τ. του γῆ* (περισσότερες από 300 φορές χρησιμοποιείται στον Όμηρο έναντι 10 της λ. γῆ). Ως α' συνθετικό απαντά με τις μορφές γαιη- (μόνο αρχαία σύνθετα) και κυρίως γαιο- και ως β' συνθετικό με τη μορφή -γαιος, παράλληλα προς τα -γεως, -γειος, -γεος.
ΠΑΡ. αρχ. γαίηθεν, γαιήϊος, γαιώδης
(αρχ. -μσν.) γαιώ, νεοελλ. γαιούχος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. γαιηγενής, γαιήοχος, γαιηφάγος (και γαιοφάγος), γαιομέτρης, γαιονόμος, γαιοτρεφής
μσν.
γαιομαχώ
νεοελλ.
γαιαέριο, γαιάνθρακας, γαιογνώρισμα, γαιογνώστης, γαιοδεσπότης, γαιοκτήμονας, γαιομισθωτής, γαιόραμα, γαιόσακκος, γαιότοιχος, γαιοφόρος, γαιόχωση. (Β' συνθετικό) αρχ. ανάγαιος, ανώγαιος, βαθύγαιος, έγγαιος, ε(ν)νοσίγαιος, επίγαιος, ηδύγαιος, ισόγαιος, κατάγαιος, κατώγαιος, κινησίγαιος, λυπρόγαιος, μελάγγαιος, μεσόγαιος, πρόσγαιος, υπόγαιος, φιλόγαιος
νεοελλ.
απόγαιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαία — γαίᾱ , γαῖα land fem nom/voc/acc dual (epic ionic) γαίᾱ , γαῖα land fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) γαί̱ᾱ , γαῖα land fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαίᾳ — γαίᾱͅ , γαῖα land fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) γαί̱ᾱͅ , γαῖα land fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαία — Γαίᾱ , Γαῖα land fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαίᾳ — Γαίᾱͅ , Γαῖα land fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαῖα — land fem nom/voc sg Γαῖον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαῖα — land fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαῖᾳ — γαῖαι , γαῖα land fem nom/voc pl (epic ionic) γαῖαι , γαῖα land fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαῖᾳ — Γαῖαι , Γαῖα land fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαία Ταρακία — Μία από τις ιέρειες (Εστιάδες) της Ρώμης, που πίστευαν πως είχε χαρίσει στην πόλη το Πεδίον του Άρεως. Στην Εστιάδα αυτή είχε επιτραπεί να συνάψει γάμο …   Dictionary of Greek

  • Τό τέχνιον πᾶσα γαῖα τρέφει. — τό τέχνιον πᾶσα γαῖα τρέφει. См. Ремесло вотчина …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”